- κλινάρχης
- κλινάρχηςone who sits in the first placemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλινάρχης — κλινάρχης, ὁ (Α) αυτός που επιστατούσε και έβαζε σε τάξη τα κλινοειδή καθίσματα καθενός από εκείνους που συμμετείχαν στο συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek